χρυσορρόης

χρυσορρόης
και χρυσορρόας, ο, ΝΜΑ, και χρυσορόας ΜΑ, και χρυσορόης Α
1. (για ποταμό) αυτός τού οποίου το ρεύμα παρασύρει ψήγματα χρυσού (α. «ο χρυσορρόας Πακτωλός» β. «ὁ χρυσορρόας καλούμενος Νεῑλος», Αθήν.)
2. μτφ. (για πρόσ.) χρυσόστομος
νεοελλ.
μτφ. (για ποταμό) αυτός που με τα νερά του κάνει εύφορη τη γη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)-* / χρυσεο- + -ρρόης (< ῥοή)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • χρυσορρόας — ο, ΝΜΑ βλ. χρυσορρόης …   Dictionary of Greek

  • χρυσορόας — ὁ, ΜΑ βλ. χρυσορρόης …   Dictionary of Greek

  • χρυσορόης — ὁ, Α (ποιητ. τ.) βλ. χρυσορρόης …   Dictionary of Greek

  • χρυσόρροος — ον, Μ χρυσορρόης. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ρροος / ρρους (< ῥοῦς «ρεύμα»), πρβλ. αἱμό ρροος] …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Καλλίμαχος και Χρυσορρόη — Τίτλος έμμετρου βυζαντινού διηγήματος του 17ου αι., που αποτελείται από 2.067 ανομοιοκατάληκτους δεκαπεντασύλλαβους στίχους. Σύμφωνα με την υπόθεση του έργου, που διακρίνεται από τα χαρακτηριστικά θεματικά μοτίβα των μεσαιωνικών παραμυθιών, ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”