- χρυσορρόης
- και χρυσορρόας, ο, ΝΜΑ, και χρυσορόας ΜΑ, και χρυσορόης Α1. (για ποταμό) αυτός τού οποίου το ρεύμα παρασύρει ψήγματα χρυσού (α. «ο χρυσορρόας Πακτωλός» β. «ὁ χρυσορρόας καλούμενος Νεῑλος», Αθήν.)2. μτφ. (για πρόσ.) χρυσόστομοςνεοελλ.μτφ. (για ποταμό) αυτός που με τα νερά του κάνει εύφορη τη γη.[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)-* / χρυσεο- + -ρρόης (< ῥοή)].
Dictionary of Greek. 2013.